- πούλημα
- τοη πράξη και το αποτέλεσμα του πουλώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πούλημα — το, Ν βλ. πώλημα … Dictionary of Greek
πιάτσα — η, Ν 1. η πλατεία 2. αγορά, παζάρι, ευρύχωρος χώρος όπου οι πωλητές εκθέτουν για πούλημα διάφορα είδη 3. η χρηματιστηριακή αγορά («η πιάτσα σήμερα είναι χαλαρωμένη» παρατηρείται πτώση τών τιμών, δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση) 4. φρ. α) «πιάτσα ταξί»… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… … Dictionary of Greek
εσοδεύω — και σοδεύω και σοδιάζω [έσοδο] 1. συγκεντρώνω και αποθηκεύω για χρήση ή πούλημα καρπούς και άλλα προϊόντα 2. έχω ως εισόδημα … Dictionary of Greek
κυριοπρασία — κυριοπρασία, ἡ (Α) το πούλημα τού Κυρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + πρασία (< πράτης από θ. πρα τού πιπράσκω), πρβλ. μισθο πρασία] … Dictionary of Greek
ξεπούλημα — το [ξεπουλώ] 1. πούλημα όλου τού εμπορεύματος 2. πώληση πράγματος σε χαμηλή τιμή με λίγο ή καθόλου κέρδος … Dictionary of Greek
παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… … Dictionary of Greek
πώλιμος — ον, Α αυτός που είναι για πώληση, για πούλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πωλῶ + κατάλ. ιμος (πρβλ. τρέφω: τρόφ ιμος)] … Dictionary of Greek
σοδεύω — Ν 1. συγκεντρώνω και αποθηκεύω για χρήση ή για πούλημα καρπούς και άλλα προϊόντα 2. έχω ως εισόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εἰσοδεύω, με σίγηση τού αρκτικού / i / (πρβλ. σοδειά)] … Dictionary of Greek